Chemicals are in almost everything we interact with and the World Health Organisation
estimates the global production of chemicals will be four times higher
in 2050 than it was in 2010. And while most of the production of basic
chemicals happens outside Europe, chemical manufacturing is the fourth largest industry in the EU.
Chemicals
are so commonly used in the production of food, cleaning agents,
textiles, pharmaceuticals, office equipment, home furniture and even in
the purification of our water supplies that we’ve almost stopped
thinking about them. Yet more than 300 industrial chemicals are found in
humans today that were not present in our grandparents. And babies are
sometimes described as being born “pre-polluted”.
Human
bio-monitoring studies in the EU have found a growing number of
different hazardous chemicals in human blood and body tissue. These
include pesticides, biocides, pharmaceuticals, heavy metals,
plasticisers and flame retardants.
The
EU has launched its chemical strategy for sustainability to address
gaps in the regulation of chemicals. Under the current EU REACH
(registration, evaluation, authorisation and restriction of chemicals)
regulations, any substance which is manufactured or imported into
European in excess of one tonne per annum must be registered with the European Chemicals Agency (ECHA).
The
ECHA has one of the world’s largest databases on chemicals with records
for about 120,000 substances on the EU market. Yet only about 22,000
chemicals have been registered so far. The ECHA is responsible for
monitoring the validity and completeness of the REACH registration
documents provided by manufacturers.
However,
environmental campaigners suggest that major cosmetics, food, medicine
and plastic producers across Europe are breaking the law by using
millions of tonnes of chemicals without completing important safety
checks.
Researchers
at the German environmental charity BUND used freedom of information
rules to obtain details of a German government investigation into
chemical safety files from 2014 which concluded that 940 substances did
not meet data safety standards set by REACH. Although the charity was
unable to verify whether safety checks led to changed usage in the
specified chemicals, it found that 41 substance dossiers remained
unchanged from 2014 to 2019. The charity concluded that while the EU’s
REACH 2006 chemical regulations oblige companies to complete safety
checks, it’s not working as well as it should be.
Microbiologists have devised a sustainable way to
remove polluting microplastics from the environment – and they want to
use bacteria to do the job.
Bacteria naturally
tend to group together and stick to surfaces, and this creates an
adhesive substance called “biofilm” – we see it every morning when
brushing our teeth and getting rid of dental plaque, for example.
Researchers at the Hong Kong Polytechnic University (PolyU) want to use
this sticky bacteria property and create tape-like microbe nets that can
capture microplastics in polluted water to form an easily disposable
and recyclable blob.
“It is
imperative to develop effective solutions that trap, collect, and even
recycle these microplastics to stop the ‘plastification’ of our natural
environments,” said Sylvia Lang Liu, microbiology researcher at PolyU and lead researcher on this project.
Ireland’s proposed 2030 agri-food strategy is out of
line with the Government’s economy-wide emissions reduction targets for
the next decade, according to a report by 70 environmental and climate
groups.
They warn that, if adopted, the strategy would force impossible cuts on other sectors.
Having
left the “industry-dominated” group drawing up the strategy – published
in draft form by the Minister for Agriculture last week – the Environmental Pillar
(EP), Stop Climate Chaos (SCC) and Sustainable Water Network (Swan)
have published an alternative report which sets out how to “drive down
agriculture emissions while simultaneously restoring our depleted
biodiversity and water bodies”.
Their
report puts the Green Party in a difficult position, given its support
base, as the party has backed the strategy, which is open for public
consultation.
The
agri-food strategy, which was criticised by the groups as “entirely
inadequate from a climate and environmental perspective”, is broadly
aligned with the Climate Bill.
Στη διεθνή ναυπιγοεπισκευαστική (Ν/Ε) πρακτική, η συντήρηση των
πλοίων γίνεται με το εξής ενδεικτικό απλοποιημένο διάγραμμα ροής:
ξέπλυμα με χαμηλή πίεση νερού για να φύγουν τα λεγόμενα «πράσινα» στην
γλώσσα του επαγγέλματος (βρύα, στρείδια κλπ), αμμοβολή ή υδροβολή με
υψηλή πίεση νερού με ή χωρίς την προσθήκη αποξεστικού υλικού για να
προετοιμασθεί η επιφάνεια για το επόμενο βήμα που είναι η βαφή.
Σύμφωνα με την διεθνή βιβλιογραφία, η ανοικτή ξηρή ψηγµατοβολή (open
air blast cleaning ή sandblasting) αποτελεί σηµαντικό τοµέα των εργασιών
που εκτελούνται σε ναυπηγεία αλλά και σε µικρές µονάδες καθαρισµού και
βαφής µεταλλικών επιφανειών. Ψηγµατοβολή είναι η µέθοδος καθαρισµού και
τράχυνσης της επιφάνειας µε εκτόξευση σωµατιδίων αποξεστικού µέσου,
αιωρούµενων σε ρεύµα υψηλής πίεσης. Τα σωµατίδια µε την πρόσπτωση στην
επιφάνεια αποµακρύνουν τα επιστρώµατα βαφής, τα οξείδια που έχουν
δηµιουργηθεί, τα λάδια, τις βρωµιές, άλλες ξένες προσμίξεις κ.λπ. και
προετοιµάζουν την επιφάνεια για βαφή. Το αποξεστικό µέσο µπορεί να είναι
άµµος, ορυκτά υλικά, ψήγµατα µετάλλων, κ.λπ.
Έως σήμερα, η ψηγµατοβολή αποτελεί την πλέον αποδοτική και
διαδεδοµένη µέθοδο καθαρισµού και προετοιµασίας προς βαφή µεταλλικών,
κυρίως, επιφανειών µεγάλης κλίµακας. Το φάσµα των εφαρµογών της
µεθόδου επεκτείνεται σήµερα πολύ πιο πέρα από τον κλασσικό καθαρισµό
πλοίων και µεταλλικών κατασκευών και περιλαµβάνει εφαρµογές όπως η
διαµόρφωση της επιφάνειας των διαστηµοπλοίων µε πλήρως αυτοµατοποιηµένη
διαδικασία, ο καθαρισµός κτιρίων, δρόµων ή αγαλµάτων, η διακόσµηση
γυαλιού (βιτρό) και ξύλου ή ακόµη και η οδοντιατρική.
Ωστόσο, παρά το µεγάλος εύρος εφαρµογών της, η ψηγµατοβολή παραµένει, ακόµη και σήµερα, µια εξαιρετικά ρυπογόνος εργασία,
κυρίως λόγω των παραγόµενων αποβλήτων αποξεστικού υλικού, τα οποία
προκαλούν δυσµενείς επιπτώσεις, τόσο στην ανθρώπινη υγεία, όσο και στο
περιβάλλον.
Όµως, παρά τα προβλήµατα που παρουσιάζει, η ψηγµατοβολή
χρησιμοποιείται ευρέως και σήμερα. Η υδροβολή με υψηλή πίεση νερού, υπό
συνθήκες μπορεί να αντικαταστήσει την αμμοβολή σε συγκεκριμένες
εφαρμογές, αλλά και αυτή η μέθοδος έχει τα προβλήματά της.
Τόσο κατά το ξέπλυμα όσο και κατά το δεύτερο στάδιο της παραγωγικής
διαδικασίας, στην περίπτωση που αυτή πραγματοποιείται με υδροβολή,
παράγονται μεγάλες ποσότητες υγρών αποβλήτων με υψηλό ρυπαντικό φορτίο.
Το ξέπλυμα μπορεί ενδεχομένως να θεωρηθεί "μικρότερης σχετικά
επικινδυνότητας" από τον κύριο καθαρισμό. Περιέχει κυρίως βιολογικό
φορτίο και οι ποσότητες σκουριάς και χρωμάτων που παρασύρονται είναι
μικρότερες στις χαμηλότερες πιέσεις νερού που χρησιμοποιούνται για το
ξέπλυμα.
Αλλά οι παραγόμενες ποσότητες των υγρών και στερεών αποβλήτων
κατά την αμμοβολή ή/και την υδροβολή έχουν μεγάλο χημικό φορτίο σε
οξείδια (σκουριές) και βαρέα μέταλλα. Αυτά τα ρυπασμένα
απόβλητα δεν μπορούν να αποτεθούν στη θάλασσα ούτε σε ΧΥΤΑ μιας και
έχουν μεγάλο φορτίο σε βαρέα μέταλλα υψηλής τοξικότητας. Με άλλα λόγια, η
διεργασία της αμμοβολής ή/και υδροβολής έχει τεράστιες επιπτώσεις τόσο
στο θαλάσσιο περιβάλλον αλλά και στον αέρα και πολύ πιο σημαντικό στον
ίδιο τον άνθρωπο.
Έχει βρεθεί ότι η επίδραση της απόρριψης της σκουριάς στις βενθικές
βιοκοινωνίες προκαλεί την µετατροπή του φυσικού βιοτόπου και τη µηχανική
ταφή των οργανισµών. Η µελέτη προσδιορισµού χρωµίου, νικελίου και
σιδήρου σε βενθοπελαγικούς πληθυσµούς ψαριών και άλλων αλιευµάτων των
περιοχών με Ν/Ε μονάδες έχει δείξει ότι οι µέσες τιµές των µετάλλων στη
σάρκα των αλιευµάτων ήταν πάντοτε υψηλότερες στους οργανισµούς της
περιοχής απόρριψης της σκουριάς.
Επίσης η συχνότητα εµφάνισης υψηλών τιµών στα επίπεδα των μετάλλων
ήταν υψηλή στην περιοχή απόρριψης της σκουριάς. Οι συγκεντρώσεις
µετάλλων που προσδιορίστηκαν σε κάθε είδος εµφάνισαν υψηλή διασπορά, φαινόµενο που υποδηλώνει ασταθή και επιβαρυµένα περιβάλλοντα.
Η πρόσχωση αυτή µε σκουριά, μπορεί να προκαλέσει εµπλουτισµό των
επιφανειακών ιζηµάτων του εσωτερικού ορµίσκου µε εξαιρετικά µεγάλες
συγκεντρώσεις των βαρέων µετάλλων σιδήρου (Fe), χρωμίου (Cr), νικελίου
(Ni), κοβαλτίου (Co), μαγγανίου (Mn), ψευδαργύρου (Zn), μολύβδου (Pb),
χαλκού (Cu) κ.α.
Επίσης εξαιρετικά µεγάλες συγκεντρώσεις τόσο διαλυτού όσο και
σωµατιδιακού σιδήρου (Fe) και νικελίου (Ni) και διαλυτού μαγγανίου (Mn)
έχουν βρεθεί στο θαλασσινό νερό σε όρμους όπου γίνεται απόχυση σκουριών.
Σύμφωνα με την μελέτη του Ν. Παπαχαρίτου, «μελέτη της σύνθεσης και
της κατανοµής του ζωοπλαγκτού στη ρηχή περιοχή ενός όρµου που δέχεται
την πολύ λεπτή κονιορτοποιηµένη σκουριά έδειξε την εικόνα µιας
οικολογικά υποβαθµισµένης περιοχής ειδικά το καλοκαίρι µε τη
στρωµατοποίηση των νερών».
«Υψηλά επίπεδα βιοσυσσώρευσης βαρέων µετάλλων (κοβαλτίου (Co),
χρωμίου (Cr), χαλκού (Cu), σιδήρου (Fe), μαγγανίου (Mn), νικελίου (Ni),
και ψευδαργύρου (Zn) µετρήθηκαν σε βενθικούς ζωικούς οργανισµούς της
παραλιακής και υποπαραλιακής ζώνης».
«Η δυνατότητα πλήρους επανάκαµψης στην κατάσταση ισορροπίας µιας
βενθικής βιοκοινωνίας που διαταράχθηκε από απόρριψη σκουριάς δεν ήταν
δυνατόν να εξακριβωθεί, ωστόσο τα στοιχεία έδειξαν ότι ο ρυθµός
βελτίωσης µιας βιοκοινωνίας είναι πολύ αργός».
Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η απόρριψη σκουριάς δεν θα
πρέπει να γίνεται στο θαλάσσιο αποδέκτη και θα πρέπει να αναζητηθούν
λύσεις για την μη απόρριψη της σκουριάς στη θάλασσα.
Η βέλτιστη λύση θα ήταν η σκουριά να απαλλαχθεί από τοξικά µέταλλα
πριν την ενδεχόµενη αξιοποίησή της. Η αποµάκρυνση των πιο τοξικών
µετάλλων από µεταλλουργικά απόβλητα είναι τεχνολογικά δυνατή. Έχει τα
πλεονεκτήµατα ότι τα µέταλλα ανακτώνται σε εξαιρετικά καθαρή µορφή και
άρα είναι και οικονοµικά εκµεταλλεύσιµα, ενώ το παραπροϊόν αυτής της
επιπλέον διαδικασίας καθαρισµού είναι σκουριές απαλλαγµένες από τοξικές
ουσίες, οι οποίες θα µπορούσαν να βρουν µια σειρά από εφαρµογές ως
αδρανές πλέον υλικό.
Κλείνοντας το πρώτο μας κείμενο σε αυτό το θέμα, θα πρέπει να
τονίσουμε άλλο ένα σημείο. Στη διεθνή βέλτιστη πρακτική, σε μεγάλες Ν/Ε,
οι τρεις διαδικασίες που φαίνονται στο παραπάνω διάγραμμα ροής γίνονται
σε «κλειστό περιβάλλον» δηλαδή το πλοίο «ντύνεται» με κατάλληλα υλικά
και όλες οι διεργασίες γίνονται εκεί μέσα χωρίς να υπάρχει
διαρροή αποβλήτων και χρωμάτων με επικίνδυνες χημικές ενώσεις και βαρέα
μετάλλα, αλλά και οργανικού βιολογικού φορτίου στο περιβάλλον. Σε επόμενο κείμενό μας θα κάνουμε εκτενή αναφορά σε αυτό.
Whether you watched Seaspiracy
in horror or avoided it because you feared it would guilt you into
giving up sushi, there’s no doubt that the Netflix documentary about the
environmental impact of fishing has sparked a conversation, Katy McGionness writes at the Sunday times.
The film covers a
lot, from the killing of whales and how sharks’ fins are sliced off to
make soup while the rest is discarded, to examining bodies behind the
logos on products that are meant to indicate sustainability. The film
also highlights that many anti-plastic groups are funded by the fishing
industry. The shocking conclusion is that the fishing industry’s impact
on sea life and the oceans is so damaging that eating fish at all is
unsustainable.
Is it that simple though? A number of Seaspiracy’s
findings are disputed. Some experts claim they are based on outdated
research while others say that the film barely touches on other
important issues.
But the problem in Ireland is this: what is Ireland's problem with fish? In a comparison
of fish consumption per capita in 158 countries in 2013, the Maldives
ranked the highest with 166 kg followed by Iceland (90.1 kg) and Hong
Kong (71 kg). Irish people consumed just 22.3 kg per capita. Fish
consumption per capita in Ireland reached an all time high of 24.6 kg in
2001 and an all time low of 7.10 kg in 1961. When compared to Ireland's
main peers, fish consumption per capita in Canada amounted to 22.4 kg,
34.7 kg in France, 90.1 kg in Iceland and 19.1 kg in United Kingdom in
2013. Ireland has been ranked 48th within the group of 160 countries in
terms of fish consumption per capita, 4 places behind the position seen
10 years ago.
Ακόμη μία αγωγή, τη δεύτερη κατά σειρά,
και τέταρτο εξώδικο, απέστειλε η ιδιοκτήτρια εταιρεία των Ναυπηγείων
Σύρου, ο Όμιλος ONEX, εναντίον του Παρατηρητηρίου Ποιότητας
Περιβάλλοντος Σύρου (ΠΠΠΣ) και μελών του. Όπως σημειώνεται στο δελτίο
Τύπου του ΠΠΠΣ, οι αξιώσεις του Ομίλου εναντίον του σωματείου ξεπερνούν
τα δύο εκατομμύρια ευρώ έως σήμερα, ενώ πρόσφατες πληροφορίες μας λένε
πως η ΟΝΕΧ απέστειλε και 3η αγωγή στο ΠΠΠΣ, διεκδικώντας ακόμη
€1.000.000 για όσα λέχθηκαν από πλευράς του προέδρου του
Παρατηρητηρίου, κ. Ζολώτα σε δύο ραδιοφωνικές συνεντεύξεις του.
Tα μικροπλαστικά αποτελούν ένα ολοένα αυξανόμενο περιβαλλοντικό πρόβλημα
που ρυπαίνει το θαλάσσιο περιβάλλον και από το νερό μπορούν να περάσουν
σε μικροργανισμούς, ασπόνδυλους οργανισμούς και από εκεί σε ψάρια και
πουλιά.
Μικροσωματίδια
από βαφές είναι μέρος του ολοένα αυξανόμενου φαινομένου της ρύπανσης με
μικροπλαστικά (microplastics ή MPs στη διεθνή βιβλιογραφία). Τα MPs
περιέχουν πολυουρεθάνες, πολυεστέρες, πολυακρυλικά, πολυστυρένια,
αλκύλια και εποξείδια. Αυτά τα μικροσωματίδια προέρχονται από
αντιρυπαντικές βαφές που χρησιμοποιούνται σε εμπορικά πλοία. Από τα
μικροσωματίδια των βαφών εκλύονται βαρέα μέταλλα και άλλες ενώσεις με
βιοκτόνο δράση.
Το πρόβλημα των MPs φαίνεται στο παρακάτω σχήμα με το μπλε εμβαδόν και πώς αυξάνεται εκθετικά τα τελευταία 20 χρόνια.
Η παραγωγή πλαστικών και οι εκλύσεις διοξειδίου του άνθρακα από το 1950 ως σήμερα
Σύμφωνα με μια έρευνα του 2019, αυτή την στιγμή στις θάλασσές μας
υπάρχουν πάνω από 100 εκατομμύρια μακροπλαστικών και 51 τρισεκατομμύρια
σωματίδια (<5mm) MPs.
Μη υδατοδιαλυτές μπογιές μπορούν να θεωρηθούν ως πλαστικά, αφού το κύριο
συστατικό τους είναι πολυμερή και συμπολυμερή όπως αλκύλια, εποξείδια
και πολυεστέρες. Η διεθνής ένωση για την προστασία της φύσης
(International Union for the Conservation of Nature, IUCN) έχει
αποδεχθεί το 2019 ότι οι μπογιές από πλοία (scrapings και coatings) όπως
και αντιρυπαντικά συστήματα (anti-fouling systems) είναι εν δυνάμει
πηγές μικροπλαστικών.
Σε μια μελέτη του 2020 βρέθηκε σε 40 δείγματα ωκεανών ότι τα MPs
προέρχονται στην πλειοψηφία τους από βαφές πλοίων. Στην Ανταρκτική,
βρέθηκε ότι τα MPs από βαφές είναι 30 φορές πιο πολλά από άλλα πλαστικά
σωματίδια! Οι ερευνητές βρήκαν ότι τα μικροσωματίδια από βαφές μεταξύ
0,3 και 23 mm περιείχαν πολυουρεθάνιο.
Σε άλλα σημεία του πλανήτη μας βρέθηκε ότι το 19% των MPs στη Βαλτική,
μεταξύ 12 και 23% στην Μεσόγειο και 12% στα νησιά του τροπικού νότιου
Ατλαντικού αποτελούνταν από μικροσωματίδια βαφών.
Τα μικροσωματίδια των βαφών και το υδατικό περιβάλλον
Υπάρχει εκτενής έρευνα σχετικά με την βιοκορώνα (biocorona) και την
σφαίρα των πλαστικών (plastisphere) δηλαδή τις στιβάδες των μικροβιακών
κυττάρων που απορροφούνται γρήγορα από τα MPs όταν τα τελευταία βρεθούν
σε υδατικό περιβάλλον.
Περίπου 95% των εμπορικών πλοίων σήμερα βάφονται με αντιρυπαντικά
χρώματα (antifouling paints) που περιέχουν αντιρυπαντικές ενώσεις. Τα
MPs από τα αντιρυπαντικά χρώματα είναι μια πηγή τοξικών ενώσεων για το
υδάτινο περιβάλλον.
Οι βαφές στα πλοία και στις ναυτικές συσκευές περιέχουν βαρέα μέταλλα
όπως χαλκό (Cu), ψευδάργυρο (Zn) και μόλυβδο (Pb) που σκοτώνουν τους
μικροοργανισμούς και στη διεθνή βιβλιογραφία αποκαλούνται ως “booster
biocides”. Εκτός από πλαστικά, οι αντιρυπαντικές βαφές περιέχουν ενώσεις
που περιορίζουν την οξείδωση (σκουριά) όπως φωσφορικό ψευδάργυρο και
χρωμικό στρόντιο όπως και άλλες ενώσεις που απλώνουν το χρώμα και δρουν
ως δευτερεύοντα χρώματα που περιέχουν ενώσεις τιτανίου, βαρίου, χρωμίου,
σιδήρου και κασσιτέρου, όπως και σε πιο μικρή ποσότητα ενώσεις του
καδμίου και του μολύβδου. Οι αντιβακτηριακές και αντιμικροβιακές
ιδιότητες αυτών των ενώσεων δίνουν στην βαφή την αντιρυπαντική της
δράση.
Αντιρυπαντικά μικροσωματίδια βαφών (antifouling paint particles,
APPs) που περιέχουν αυτά τα τοξικά βαρέα μέταλλα και βιοκτόνες ενώσεις
περνούν από το πλοίο στο θαλάσσιο περιβάλλον. Ο χαλκός και ο ψευδάργυρος
είναι τα δύο πιο σημαντικά βαρέα μέταλλα που απαντώνται στις APPs.
Eπίδραση των βαφών στο υδατικό περιβάλλον
Η επίδραση των MPs σε υδάτινους οργανισμούς έχει μελετηθεί εκτενώς
και υπολείμματα αυτών των μικροπλαστικών έχουν ανιχνευθεί σε ασπόνδυλους
οργανισμούς, σε οστρακοειδή αλλά και σε πουλιά που ζουν σε λίμνες και
στη θάλασσα όπως κορμοράνους, κύκνους και πελεκάνους. Γίνεται λοιπόν
φανερό ότι οι βαφές δρουν ποικιλοτρόπως και πάντα επιβαρυντικά για τους
θαλάσσιους οργανισμούς. Περισσότερα στοιχεία είναι διαθέσιμα στην μελέτη
των Gaylarde et al, Marine Pollution Research (2021) 162, 111847.
Οι πρωτογενείς πηγές των ΜPs
Σύμφωνα με την μελέτη των Fred-Ahmadu et al (2021) IOP Conf. Ser.:
Earth Environ. Sci. 665 012064, οι κύριες πρωτογενείς πηγές των MPs
είναι οι κάτωθι:
1. Καταναλωτικά προϊόντα που περιέχουν κόκους απολέπισης από
οδοντόπαστες και καλλυντικά όπως και μικροσφαίρες από κρέμες και
κραγιόν,
2. Βιομηχανικά προϊόντα όπως λειαντικά που χρησιμοποιούνται στην
αμμοβολή σε ναυπηγεία και κατά την παραγωγή εξαρτημάτων αυτοκινήτων
3. Μικροπλαστική σκόνη από βιομηχανικές δραστηριότητες,
4. Συντήρηση πλαστικών εξαρτημάτων,
5. Σκόνη και ινίδια από την αποσύνθεση πλαστικών στο σπίτι ή στο γραφείο,
6. Πλαστικά σωματίδια από την σκόνη στους δρόμους που προέρχεται από ελαστικά και βαφές ασφάλτου και
7. Πλαστική σκόνη από πυρκαγιές.
Συμπερασματικά, τα μικροπλαστικά αποτελούν ένα ολοένα αυξανόμενο
περιβαλλοντικό πρόβλημα που ρυπαίνει το θαλάσσιο περιβάλλον και από το
νερό μπορούν να περάσουν σε μικροργανισμούς, ασπόνδυλους οργανισμούς και
από εκεί σε ψάρια και πουλιά. Η εν δυνάμει επιμόλυνση της διατροφικής
αλυσίδας του ανθρώπου με μικροπλαστικά καθώς και του αέρα που αναπνέουμε
με μικροσωματίδια (particulate matters) είναι ένα αντικείμενο που έχει
ερευνηθεί εκτενώς και θα ασχοληθούμε σε επόμενο άρθρο μας.
* Ο Γιάννης Ζαμπετάκης είναι Πρόεδρος του Τμήματος
Βιολογικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Λίμερικ, Ιρλανδία. Ο
λογαριασμός του στο Twitter είναι το @yanzabet
The Irish Cement Factory has been built to produce cement. It has not
built to burn waste, any type of waste. When the discussion comes to
toxic and hazardous waste, I have some questions in relation to the
toxicity of these waste and hence the toxicity of the emitted chemicals.
We need to remember that burning organic waste (i.e. waste rich in
polymers, possibly tainted with heavy metals etc) is a process that can
emit heavy metals entrapped in PM2.5 (particulate matter with diameter
2.5μm) and the toxicity of these PM2.5 can be extremely high as shown here.
Heavy metals and dioxins
However, it isn’t only the PM2.5 that must make us worry about the
toxicity of the emissions from the chimney of any cement factory that
are not built for purpose (the purpose here is the incineration of
hazardous waste). Apart from PM2.5 that have entrapped heavy metals, it
is the question of the carcinogenic dioxins that will be emitted to the
atmosphere by burning hazardous and/or toxic waste. Dioxins are lethal. Here is what WHO have reported on the toxicity of dioxins.
Cement factories and the food chain
In the University of Limerick (UL), in the module FT4428 “Advanced
Food Chemistry”, we have carried an extensive study on this problem.
Final year students of the program “Food Science and Health” at UL
have worked from 4 different points of view. Some groups worked for a
dairy industry in the vicinity of Irish Cement, Mungret, Ireland.
3 groups worked for NGOs like Greenpeace and WWF or representing the citizens.
Each group produced a written report assessing the hazards and ways to manage them.
The results of this amazing amount of the students scholar work can be found here.
The oral hearing
The EPA has announced it will hold a virtual hearing on 2 December 2020,
dealing with objections to the project from 16 individuals and groups,
including the Limerick Against Pollution LAP group, the Limerick
Metropolitan council, Limerick city and county council, a number of
local TDs and the University of Limerick.
We are going to take part at that hearing and present our case on the:
Hazardous waste and the Food Chain
Toxicity of Emissions and the Public Health
Monitoring mechanisms – are they adequate?
What I am going to bring to the hearing is my more than 10 years
experience working with heavy metals and the food chain as shown here and here.
Molecules isolated from probiotic-packed yogurt could prove to be ideal
drug candidates that address a range of inflammatory conditions that
include the immune response seen in COVID-19 patients.
Η ασθένεια Minamata ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά στην πόλη της Minamata στην Ιαπωνία, το 1956.
Προκλήθηκε από την απελευθέρωση µεθυλυδραργύρου σε βιοµηχανικά
απόβλητα από εργοστάσιο χηµικών της Chisso Corporation, η οποία
συνεχίστηκε από το 1932 ως το 1968. Αυτή η εξαιρετικά τοξική χηµική
ουσία ενσωµατώνεται σε οστρακοειδή και ψάρια στο κόλπο Minamata και την
Θάλασσα Shiranui, η κατανάλωση των οποίων από τον τοπικό πληθυσµό έχει
ως αποτέλεσµα τη δηλητηρίαση από τον υδράργυρο. Ενώ οι θάνατοι γατιών,
σκύλων, χοίρων, και ανθρώπων συνεχίστηκαν για περισσότερα από 30 χρόνια,
η κυβέρνηση και η εταιρεία έκαναν ελάχιστα για την πρόληψη της
ρύπανσης.
Στο σύνολο, περισσότεροι από 900 άνθρωποι πέθαναν εξαιτίας των
δηλητηριάσεων. Από το 2001, η έρευνα έδειξε ότι τουλάχιστον δύο
εκατομμύρια άνθρωποι μπορεί να είχαν επηρεαστεί με την κατανάλωση των
μολυσμένων ψαριών.
Η ταινία
Ο δημοφιλής Αμερικανός ηθοποιός Τζόνι Ντεπ υποδύεται, στη μεγάλη
οθόνη, τον εμβληματικό φωτορεπόρτερ Γ. Γιουτζίν Σμιθ, στο οικολογικό
δράμα του Andrew Levitas, «Μιναμάτα». Η ταινία τοποθετείται στην Ιαπωνία
των 70ς, όταν και ο σπουδαίος φωτορεπόρτερ στέλνεται από το αμερικάνικο
περιοδικό Life να καλύψει την συγκλονιστική σωματική και συναισθηματική
δοκιμασία των θυμάτων μιας θανατηφόρου περιβαλλοντικής μόλυνσης, σε μια
κωμόπολη της Ιαπωνίας, τη Μιναμάτα, καθώς και την πολυτάραχη όσο και
πολύπλευρη σταυροφορία τους για δικαιοσύνη. Πρόκειται για την αληθινή
ιστορία μιας από τις μεγαλύτερες περιβαλλοντικές καταστροφές και
υγειονομικές κρίσεις στην ιστορία της Ιαπωνίας, η οποία άνοιξε το δρόμο
για συζητήσεις ενάντια στην ανεξέλεγκτη βιομηχανική ρύπανση, παγκοσμίως.
Η δύσκολη καθημερινότητα των νοσούντων
Αν και η νόσος της Μιναμάτα αναγνωρίστηκε το 1956, η δηλητηρίαση από
μεθυλυδράργυρο ως αιτιολογικός παράγοντας δεν ανακαλύφθηκε παρά μόνο
τρία χρόνια αργότερα. Μέχρι τότε η Ιαπωνική Κυβέρνηση αντιμετώπιζε την
ασθένεια ως μολυσματική, με τα θύματα να στιγματίζονται ως φορείς
μετάδοσης.
Ο στιγματισμός αυτός ήρθε να προστεθεί στην ήδη εφιαλτική
καθημερινότητα των προσβεβλημένων από τη νόσο: Για όσους η ασθένεια
βρισκόταν σε τερματικό στάδιο οι πόνοι ήταν ανυπόφοροι, ενώ για τους
επιζήσαντες τα σοβαρά προβλήματα υγείας δυσχέραιναν κάθε πτυχή της ζωής
τους, από την αδυναμία εργασίας και την πτώχευση λόγω υπέρογκων ιατρικών
εξόδων (η πλειοψηφία των νοσούντων, έως το 1959, δεν λάμβαναν κάποιο
κρατικό επίδομα), μέχρι και τις διαπροσωπικές τους σχέσεις.
Παράλληλα, οι επιπτώσεις για την τοπική κοινότητα, συνολικά, ήταν
ολέθριες. Η μόλυνση του υδροφόρου ορίζοντα υπήρξε εκτεταμένη, οδηγώντας
σε υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος και επέκταση της μόλυνσης σε
άλλες περιοχές γύρω από τον κόλπο της Μιναμάτα, καταστροφή της αλιείας,
με ό,τι αυτό σήμαινε οικονομικά για μια κοινότητα που σε μεγάλο βαθμό
έβγαζε τα προς το ζην από αυτήν και μαζική μετανάστευση.
Ένα έγκλημα εν εξελίξει
Ακόμη και όταν αναγνωρίστηκε η «πηγή του κακού», το 1959, η Chisso
αποποιήθηκε οποιαδήποτε ευθύνη, αρνούμενη κάθε σύνδεση των υγρών λυμάτων
της με την ασθένεια και καλύπτοντας τα αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία.
Επίσης, με την ανοχή της κυβέρνησης, η οποία δεν έλαβε κανένα μέτρο για
να αποτραπεί η μόλυνση, συνέχιζε να εναποθέτει στον κόλπο της Μιναμάτα
τα τοξικά της απόβλητα.
Αγώνας για δικαίωση
Ως συνέπεια τα θύματα της Μιναμάτα, αλλά και το φυσικό περιβάλλον,
θυσιάστηκαν στον βωμό της οικονομικής ανάπτυξης με κάθε κόστος, καθώς
και της κυβερνητικής αδράνειας. Οι αγώνες, όμως, των νοσούντων να φέρουν
προ των ευθυνών τους τόσο την κυβέρνηση όσο και τη Chisso, ζητώντας
επιπλέον και αποζημιώσεις, πήρε τη μορφή ενός συνεκτικού κοινωνικού
κινήματος, το οποίο απέκτησε ευρεία υποστήριξη από εξωγενείς παράγοντες.
Χωρίς να εκλείπουν, βεβαίως, οι περιπτώσεις εκφοβισμού για την υπαναχώρηση των διεκδικήσεων τους.
Οι προσπάθειες απέφεραν καρπούς, το 1968, όταν η Ιαπωνική κυβέρνηση
αναγνώρισε τη Chisso ως τον υπαίτιο αυτής της ανυπολόγιστης καταστροφής,
αλλά οι δικαστικές και γραφειοκρατικές περιπέτειες των θυμάτων δεν
είχαν τελειωμό. Από τους 17,000 αιτούντες μόνο οι 2,000 αναγνωρίστηκαν,
επισήμως, ως πάσχοντες από τη νόσο Μιναμάτα και ήταν εκείνοι που το 1973
έλαβαν αποζημειώσεις, ύστερα από δεκαεπτά χρόνια αδιάκοπης πάλης. Στους
αριθμούς αυτούς δεν περιλαμβάνονται οι νεκροί της νόσου, καθώς και όσοι
για δικούς τους λόγους δεν έκαναν αίτηση.
Τον Οκτώβριο του 2013, υπεγράφη η Σύμβαση της Μιναμάτα , μια διεθνή
συνθήκη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, η οποία έχει ως σκοπό να
προστατέψει το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία από εκπομπές και
διαρροή υδραργύρου που έχουν σχέση με την ανθρώπινη δραστηριότητα και να
αποτρέψει την επανάληψη μιας τραγωδίας σαν αυτή που συνέβη στην
ιαπωνική πόλη. Μέχρι σήμερα η Συνθήκη έχει υπογραφεί από 128 χώρες,
ανάμεσά τους και η Ελλάδα.
Ο Γ. Γιουτζίν Σμιθ στη Μιναμάτα
Το 1971 ο παγκοσμίως γνωστός φωτορεπόρτερ Γ. Γιουτζίν Σμιθ,
ακούγοντας για την υπόθεση δηλητηρίασης από μεθυλυδράργυρο στη Μιναμάτα,
αποφάσισε να μεταβεί στην περιοχή μαζί με τη σύζυγό του, Aileen, ώστε
να γνωστοποιήσει σε όλο τον κόσμο την ανυπολόγιστη αυτή τραγωδία, αλλά
και να επιστήσει την προσοχή στις ολέθριες συνέπειες της βιομηχανικής
(και όχι μόνο) ρύπανσης.
Η περίφημη φωτογραφία μιας μητέρας που κάνει μπάνιο το άρρωστο παιδί της που πάσχει από την νόσο Minamata / W. Eugene Smith
Τρία
χρόνια πέρασε κοντά στους ανθρώπους που ζούσαν στην περιοχή γύρω από
τον κόλπο της Μιναμάτα, αποφασισμένος το φωτογραφικό δοκίμιό του να
αποτελέσει αδιάψευστο μάρτυρα των αγώνων και των κακουχιών της
καθημερινότητας τους, καθώς και του περιβαλλοντικού (και όχι μόνο)
εγκλήματος που συντελούταν στην περιοχή.
Η συγκλονιστική αποτύπωση μιας τραγωδίας
Οι επιβλητικές προσωπογραφίες του που απεικονίζουν τα θύματα της
δηλητηρίασης από μεθυλυδράργυρο, αποτελούν εξαιρετικό δείγμα του βαθύ
ανθρωπισμού, της κοινωνικής συνείδησης και της ενσυναίσθησης με την
οποία αντιμετώπιζε τα θέματά του, καθώς, επίσης, του υψηλού ηθικού
φρονήματος και της καλλιτεχνικής του ευφυίας. Οι τραγικές ασπρόμαυρες
φωτογραφίες του συχνά δραματικά φωτισμένες, αξιομνημόνευτες και
συγκινησιακά φορτισμένες, προκαλούν έναν χείμαρρο συναισθημάτων: φόβο,
οργή, συμπόνια…
Δεν σταμάτησε να καταγράφει τα όσα έβλεπε γύρω του, ακόμη και όταν έπεσε
θύμα άγριου ξυλοδαρμού εξοργισμένων εργατών της Chisso, γεγονός που
επιβάρυνε ακόμη περισσότερο την υγεία του (δεν είχε ποτέ αναρρώσει
πλήρως από τον σοβαρό τραυματισμό του κατά τη διάρκεια της κάλυψης της
Μάχης της Οκινάουα στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο).
Το τελευταίο του αυτό εμβληματικό φωτογραφικό δοκίμιο κυκλοφόρησε στο
τεύχος της 2ας Ιουνίου 1972 στο περιοδικό Life, με τίτλο «Death flow
from the pipe», για το οποίο βραβεύτηκε με το Χρυσό Μετάλλιο Robert
Capa, το 1974. Ένα χρόνο αργότερα κυκλοφόρησε μαζί με τη σύζυγό του το
βιβλίο «Minamata: The Story of the Poisoning of a City, and of the
People Who Choose to Carry the Burden of Courage». Και οι δύο αυτές
δημοσιεύσεις είχαν τεράστιο αντίκτυπο στο αμερικάνικό και όχι μόνο
αναγνωστικό κοινό.
Minamata και Ελλάδα
Στην Ελλάδα δεν έχουμε καμία Minamata αλλά έχουμε εν δυνάμει πολλές
Minamata. Στον Ασωπό, στην Μεσσαπία, στις Σκουριές και πρόσφατα στη Σύρο
έχουμε ρύπανση με βαρέα τοξικά μέταλλα όπως σημειώσαμε στο κείμενό μας
την περασμένη εβδομάδα. Σε αυτές τις ανοικτές πληγές τοξικότητας, θα
πρέπει η Πολιτεία να βρει τους ρυπαίνοντες και να σταματήσει την
ρύπανση, πριν η ρύπανση επιμολύνει την διατροφική αλυσίδα και ζήσουμε εν
δυνάμει Μιναμάτες...
* Ο Γιάννης Ζαμπετάκης είναι Πρόεδρος του Τμήματος
Βιολογικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Λίμερικ, Ιρλανδία. Ο
λογαριασμός του στο Twitter είναι το @yanzabet
Cardiovascular diseases (CVD) are the leading cause of death globally.
The focus of scientists and practitioners for decades has been on
cholesterol levels and pharmacological ways to control them. Over the
past few years, a new school of thought has emerged: inflammation is the
underlying cause of chronic non-communicable diseases (NCDs) such as
CVD. Therefore, the key to reducing the incidence of chronic diseases is
to control the activities of various inflammatory mediators, such as
platelet-activating factor (PAF), via diet, exercise, and healthy
lifestyle choices. One proposal has been that the polar lipids (PL)
present in foods can play a key role via their antithrombotic and
anti-inflammatory bioactivities. In this paper, we present our latest
views on PAF and how it is related to CVD, and we discuss the role of
diet and PL against PAF-induced inflammation.
The 180 ship recycling yards located on Alang-Sosiya beach in the State
of Gujarat on the west coast of India is the world's largest cluster
engaged in dismantling. Yearly 350 ships have been dismantled (avg.
10,000 ton steel/ship) with the involvement of about 60,000 workers.
Cutting and scrapping of plates or scraping of painted metal surfaces
happens to be the commonly performed operation during ship breaking. The
pollutants released from a typical plate-cutting operation can
potentially either affect workers directly by contaminating the
breathing zone (air pollution) or can potentially add pollution load
into the intertidal zone and contaminate sediments when pollutants get
emitted in the secondary working zone and gets subjected to tidal
forces. There was a two-pronged purpose behind the mathematical modeling
exercise performed in this study. First, to estimate the zone of
influence up to which the effect of plume would extend. Second, to
estimate the cumulative maximum concentration of heavy metals that can
potentially occur in ambient atmosphere of a given yard. The cumulative
maximum heavy metal concentration was predicted by the model to be
between 113 μg/Nm(3) and 428 μg/Nm(3) (at 4m/s and 1m/s near-ground wind
speeds, respectively). For example, centerline concentrations of lead
(Pb) in the yard could be placed between 8 and 30 μg/Nm(3). These
estimates are much higher than the Indian National Ambient Air Quality
Standards (NAAQS) for Pb (0.5 μg/Nm(3)). This research has already
become the critical science and technology inputs for formulation of
policies for eco-friendly dismantling of ships, formulation of ideal
procedure and corresponding health, safety, and environment provisions.
The insights obtained from this research are also being used in
developing appropriate technologies for minimizing exposure to workers
and minimizing possibilities of causing heavy metal pollution in the
intertidal zone of ship recycling yards in India.
Pollution of water and soils by heavy metals is an emerging problem in industrialized countries. The present study was conducted to investigate the heavy metals concentration in water and sediment samples from ship breaking sites of Sitakunda to assess the potential ecological risk posed by heavy metal using different methods. Heavy metals concentration was analyzed by Atomic Absorption Spectroscopy. Concentrations
of all the tested heavy metals except Cr in water samples of ship
breaking site, Sitakunda were lower than recommended values. The mean
concentration of Cr was found 0.511± 0.284 mg/l. Concentrations of all
the tested heavy metals except Mn in sediment samples were higher than
standard limit. The concentrations of Pb, Mn, Cr, Cu and Zn in the
sediment were 55.93±18.70, 20.08±4.03, 106.8±47.65, 50.09±18.31, and
70.71±19.45 mg/kg, respectively. Based on Geoaccumulation Index,
Contamination factor, Sediment Quality Guidelines, the sediment of ship
breaking site can be treated as unpolluted to moderately polluted with
Pb, Zn, Cr and Cu but unpolluted with Mn. The Enrichment factors of Pb,
Mn, Cr, Cu and Zn in the sediment were: 2.97±0.98, 0.035±0.008,
1.97±0.88, 1.99±0.73, and 1.17±0.32, respectively. The Enrichment factor
(>1) in all sampling sites, suggesting source of those metals (Pb,
Cr, Cu and Zn) were more likely to be anthropogenic. Based on the
Potential Ecological Risk Index the ship breaking site posed to low risk
to the environment. The results of present study clearly indicated that
the ship breaking site was moderately polluted with heavy metals and
pose low risk to the ecosystem.
The concentrations of major (Si, Al, Ca, Fe, and K) and minor (Cd, Mn,
Ni, Pb, U, Zn, Co, Cr, As, Cu, Rb, Sr, and Zr,) elements in the
surficial sediments were studied in an attempt to establish their
concentration in the Bengal coast. It was revealed that the majority of
the trace elements have been introduced into the Bengal marine from the
riverine inflows that are also affected by the impact of industrial,
ship breaking yard, gas production plant, and urban wastes. The
concentration of heavy metals was measured using Atomic Absorption
Spectroscopy and Energy Dispersive X-ray fluorescence instruments. The
highest concentrations for several trace elements were thus recorded
which generally decrease with distance from the coast. It was observed
that the heavy metal concentrations in the sediments generally met the
criteria of international marine sediment quality. However, both the
contamination factor and pollution load index values suggested the
elevation of some metals’ concentrations in the region. Constant
monitoring of the Bengal coast water quality needs to be recorded with a
view to minimizing the risk of health of the population and the
detrimental impacts on the aquatic ecosystem.
While ships sometimes carry waste materials as cargo, a ship
itself is also considered as waste when the decision is made to
dismantle it. Any ship may contain various amounts of hazardous
materials within its structure.
End-of-life ships can contain various amounts of toxic materials in
their structure, which need to be properly located, identified, removed
and disposed of. On the beaches of South Asia, because of the lack of
proper waste reception facilities, training for workers, and cooperation
from ship owners to provide the necessary documentation, toxic waste
from shipbreaking contaminates the coastal areas and exposes the workers to hazardous substances. Also the local population is at risk when ship parts are sold on the second-hand market.
HEAVY METALS
Heavy metals need to be properly disposed off. Mercury taken at high
dosage can deeply harm the nervous system. Long-term exposure to lead,
even to low levels, can cause irreversible learning difficulties, mental
retardation, and delayed neurological and physical development. Lead
poisoning affects the nervous system, and impairs hearing, vision and
muscle coordination. Lead, mercury, cadmium, zinc, lead, and copper can
be found in many products onboard a vessel, such as paints, coating,
insulation, batteries and electrical compounds. Mercury can be found in
thermometers, electrical switches, level switches and light fittings.
Αλλά το πρόβλημα δεν είναι μόνο η ρύπανση της θάλασσας.
Οι εργαζόμενοι σε ναυπηγεία έρχονται σε επαφή με πλήθος τοξικών ενώσεων!
POLYCYCLIC AROMATI HYDROCARBONS (PAHs)
About 30 PAHs (out of 250) and several hundreds of their derivatives
are classed as carcinogenic. Workers are exposed when inhaling fumes
released during torch cutting, after torch cutting when paints continue
to smoulder or when wastes are deliberately burned. The combustion of
oil may for example lead to the formation of PAHs. PAHs accumulate in
dust and sediment, and tissues of life forms.
POLYCHLORINATED BIPHENYLS (PCBs)
PCBs are found in solid and liquid forms in equipment and materials
on obsolete ships. When burned, they create some of the most hazardous
substances known – dioxins and furans. While it is relatively easy to
remove liquid PCBs prior to export, the use of solid PCBs in old ships
is extensive. Ships can contain many hundreds of tonnes of PCB
contaminated materials including: insulation, paints, decking, gasketry,
wires and cables.
Background: Dyslipidemia is one of the major causes of atherosclerotic
cardiovascular disease (ASCVD) and a Mediterranean Diet (MD) is
recommended for its prevention. The objectives of this study were to
evaluate adherence to an MD at baseline and follow-up, in a cohort of
dyslipidemic patients, and to evaluate how different food intakes can
influence lipid profile, especially how different sources of saturated
fatty acids impact lipid phenotype.
Methods: A retrospective analysis
was conducted on 106 dyslipidemic patients. Clinical characteristics,
lipid profile, and food habits data were collected at baseline and after
three months of follow-up with counseling. Adherence to an MD was
evaluated with a validated food-frequency questionnaire (MEDI-LITE
score).
Results: The cross-sectional analysis showed that higher
consumption of dairy products correlated independently with higher
levels of total cholesterol (TC), high-density lipoprotein cholesterol
(HDL-C), and low-density lipoprotein cholesterol (LDL-C) and with lower
triglycerides (TG) levels. Instead, lower HDL-C and TG levels and higher
TC levels were independently associated with higher consumption of meat
products. Adherence to an MD significantly improved after the follow-up
period, from a mean value of 10 ± 3 (median 10, IQR 8–12) to 13 ± 2
(median 14, IQR 12–15), p < 0.0001.
Conclusions: Dyslipidemic patients benefit from counseling for improving
their adherence to an MD. The high intake of dairy products was
associated with less atherogenic hyperlipidemia, which was characterized
by higher levels of TC and HDL-C as compared withs the intake of an
excessive amount of meat products, which was associated with higher
levels of TC and TG and lower levels of HDL-C.
Γράφει ο Γιάννης Ζαμπετάκης
Πρόεδρος Τμήματος Βιολογικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Λίμερικ, Ιρλανδία
@yanzabet
Το μάθημα πριν από μερικά χρόνια στο αμφιθέατρο του Χημικού Τμήματος
στο Πανεπιστήμιο Αθηνών είχε ως θέμα την επιμόλυνση της διατροφικής
αλυσίδας. Με τα (πνευματικά) παιδιά μου (4ετείς φοιτητές Χημείας)
αναλύαμε τους ανερχόμενους κινδύνους στα τρόφιμα και η κουβέντα ήταν για
τα μεταλλεία. Τους θύμισα ότι «για κάθε ουγγιά χρυσού που
παράγεται, παράγονται συνάμα και 30 τόνοι τοξικών αποβλήτων. Αυτά τα
απόβλητα συνήθως περιέχουν κυανιούχα, ιόντα εξαιρετικά τοξικά για το
περιβάλλον και τον άνθρωπο, και είναι ο ‘‘πονοκέφαλος’’ όλων των
εξορυκτικών εταιρειών».
Και τους ρώτησα τότε το εξής υποθετικό σενάριο:
«Έστω ότι ζούμε στο έτος 2050 μ.Χ. και είστε υπεύθυνοι διαχείρισης
ποιότητας σε μια μονάδα ιχθυοκαλλιέργειας. Ποιους κινδύνους θα πρέπει να
αξιολογήσετε για να δείτε αν είναι εμπορικά επωφελές να στήσετε νέους
ιχθυοκαλλιεργητικούς κλωβούς στους κόλπους της Κασσάνδρας και της
Σιθωνίας;».
Πριν απαντήσουμε στο παραπάνω ερώτημα, κάναμε μαζί μια ανάλυση της
κατάστασης στη Μεσσαπία στην Εύβοια, όπου στα εκεί μεταλλεία νικελίου
παρατηρείται το φαινόμενο της όξινης απορροής, όπως είχε παραδεχθεί και
προ δεκαετίας η πρώτη υπουργός στο ΥΠΕΚΑ (κ. Τίνα Μπιρμπίλη). Με απλά
λόγια, και χωρίς να σας κουράσω με πολλές χημικές λεπτομέρειες, κατά την
όξινη απορροή εκλύονται διάφορα βαρέα μέταλλα στο νερό και από τα
λατομεία περνούν στον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα…
Αυτά είναι γνωστά… και κανείς πλέον δεν αντιδρά ακόμα και αν
του λες κατάμουτρα «πίνεις καρκινογόνο νερό, κάνεις μπάνιο τα παιδιά σου
με καρκινογόνο νερό! Γιατί το ανέχεσαι;». Οι άνθρωποι το
ανέχονται… προτιμούν να μη μιλήσουν για να μην χάσουν τη δουλειά τους,
προτιμούν να ζουν μια ζωή ως υποτακτικοί και εν δυνάμει καρκινοπαθείς…
Το θέμα όμως είναι πώς θα είναι η Χαλκιδική το 2050; Και η θάλασσα
εκεί θα μπορεί τότε να «φιλοξενήσει» ιχθυοκαλλιεργητικούς κλωβούς; Και
αν κάποιος από σας αναρωτηθεί γιατί ρωτάω για τέτοιους κλωβούς, ο λόγος
είναι τούτος: σήμερα το 90% της παραγωγής από την ιχθυοκαλλιέργεια
εξάγεται και άρα είναι μια πραγματική πράσινη και βιώσιμη ανάπτυξη. Τα
μεταλλεία όμως είναι;
Σήμερα: Σύρος και βαρέα μέταλλα
Σήμερα στο καρνάγιο του λιμανιού στη Σύρο, υπάρχουν υψηλά επίπεδα
βαρέων μετάλλων σύμφωνα με ανάλυση του Παρατηρητηρίου των κατοίκων της
Σύρου και του ΕΛΚΕΘΕ, όπως βανάδιο, κάδμιο, νικέλιο, χρώμιο, μαγγάνιο
και κοβάλτιο, αρσενικό και μόλυβδος. Αυτά τα βαρέα μέταλλα, περνούν από
το ίζημα της θάλασσας στα μικρά ψάρια και από εκεί στα μεγαλύτερα ψάρια
και καταλήγουν στην διατροφική μας αλυσίδα.
Δηλαδή έχουμε το λεγόμενο φαινόμενο της βιοσυσσώρευσης. ΄Οσο
πιο ψηλά πάμε στην διατροφική αλυσίδα τόσο μεγαλύτερα είναι τα επίπεδα
των βαρέων μετάλλων. Αυτό το φαινόμενο θα έχει μεσοπρόθεσμα επίδραση
στην τοπική αλιεία.
Το παρακάτω σχήμα δείχνει εποπτικά το φαινόμενο της βιοσυσσώρευσης
στην τροφική αλυσίδα, από το πλανκτόν στον άνθρωπο μέσω των ιχθυηρών για
τον υδράργυρο.
Κατηγορίες τοξικών ενώσεων του υδραργύρου. Ο
υδράργυρος μπορεί να προσληφθεί από τους οργανισμούς σε τρεις μορφές: α)
ως στοιχείο, β) ως ανόργανη ένωση και γ) ως οργανομεταλλική ένωση.
Στη στοιχειακή μορφή είναι επικίνδυνος στη μορφή των ατμών του. Η
σημαντική τάση ατμών του στη θερμοκρασία περιβάλλοντος καθιστά τον
"ακάλυπτο" υδράργυρο επικίνδυνο και επιβάλλει έντονο αερισμό στους
χώρους όπου χρησιμοποιείται (βλέπε βίντεο).
Οι ατμοί του υδραργύρου διαχέονται ευκολότατα και είναι λιποδιαλυτοί.
Εισπνεόμενοι μεταφέρονται στα ερυθρά αιμοσφαίρια και από εκεί σε
ολόκληρο το σώμα και κυρίως στον εγκέφαλο.
Συνήθως τα πρώτα συμπτώματα δηλητηρίασης από ατμούς υδραργύρου είναι
πονοκέφαλος, σιελόρροια και μια έντονη μεταλλική γεύση. Η αποβολή του
είναι βραδεία (χρόνος ημιζωής 8 ημέρες). Σε περιπτώσεις χρόνιας εισπνοής
ατμών υδραργύρου παρουσιάζεται μια ποικιλία συμπτωμάτων όπως:
αναπνευστική δυσκολία, βήχας, ίλιγγοι, πόνοι στα άκρα, αιμορραγίες στα
ούλα και απώλεια οδόντων, στοματίτιδα, απώλεια μνήμης και ψυχολογικές
διαταραχές, όπως αδυναμία συγκροτημένης σκέψης, άγχος, νευρικότητα και
αγοραφοβία (social phobia). Η χρόνια δηλητηρίαση με ατμούς υδραργύρου
είναι ουσιαστικά ισοδύναμη με την αντίστοιχη δηλητηρίαση από τις
οργανοϋδραργυρικές ενώσεις.
Στη μορφή ανόργανων ενώσεων ο υδράργυρος παρουσιάζει την τυπική τοξικότητα των ενώσεων των βαρέων μετάλλων, δηλ. είναι ισχυρότατα νεφροτοξικός. Περιστατικά
δηλητηρίασης από ιοντικές ενώσεις υδραργύρου μπορούν να αντιμετωπισθούν
μόνο με την έγκαιρη χορήγηση χηλικών φαρμακευτικών ουσιών (κυρίως
πολυθειόλες). Ο υδράργυρος σχηματίζει με τις ενώσεις αυτές σταθερά
σύμπλοκα υπό τη μορφή των οποίων και αποβάλλεται με τα ούρα, πριν
προλάβει να δεσμευτεί από πρωτεΐνες του οργανισμού και αχρηστέψει τους
νεφρούς.
Oι οργανοϋδραργυρικές ενώσεις είναι πολύ πιο επικίνδυνες από τις
ανόργανες ενώσεις του. Η ισχυρή τοξική δράση του DMHg και των ενώσεων
του μεθυλοϋδραργύρου, οφείλεται στο ό,τι οι ουσίες αυτές είναι
λιποδιαλυτές και διαπερνούν τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό (ο οποίος
κανονικά προστατεύει τον εγκέφαλο από τοξικές ουσίες), πιθανόν με τη
δημιουργία συμπλόκων-φορέων με το αμινοξύ κυστεΐνη. Αντίστοιχα, μπορούν
να διαπεράσουν και τον πλακούντα και να προσβάλλουν τα εμβρυικά κύτταρα.
Οι οργανοϋδραργυρικές ενώσεις προσβάλλουν το νευρικό σύστημα και τον
εγκέφαλο (νευροτοξικές ενώσεις). Ένα πολύ επικίνδυνο χαρακτηριστικό τους
είναι η καθυστερημένη δράση τους, δηλ. τα συμπτώματα μπορεί να εμφανισθούν μετά από εβδομάδες και μήνες από την πρόσληψη των ενώσεων αυτών από τον οργανισμό
(silent latency period), οπότε μπορεί να είναι πολύ αργά για κάποια
θεραπεία. Ως λιποδιαλυτές ενώσεις αποθηκεύονται σε λιπαρούς ιστούς του
οργανισμού, απ' όπου δεν είναι εύκολη η απόσπασή τους με τα ίδιες
χηλικές ουσίες που δεσμεύουν τον ιοντικό υδράργυρο. Σε τοξικές ποσότητες
οδηγούν σε αναισθησία των άκρων, δυσκολία στην ομιλία και στον
γενικότερο συντονισμό του σώματος, τύφλωση, κώφωση, απώλεια γεύσης και
οσμής και έντονα ψυχολογικά προβλήματα (ατονία, άνοια, απάθεια,
παραισθήσεις).
Οι οργανοϋδραργυρικές ενώσεις απομακρύνονται από τον οργανισμό με
εξαιρετικά αργό ρυθμό και έτσι σε περιπτώσεις χρόνιας δηλητηρίασης (π.χ.
μέσω της τροφής) συσσωρεύονται σε αυτόν και κυρίως στον εγκέφαλο. Οι
ίδιες οι ενώσεις, ως λιποδιαλυτές και μη ιοντικές, απορροφούνται εύκολα
από το δέρμα. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι σε δηλητηριάσεις με ενώσεις
μεθυλοϋδραργύρου, η αναλογία της συγκέντρωσης υδραργύρου στον εγκέφαλο
σε σχέση με τη συγκέντρωσή του στο αίμα κυμαίνεται από 5 έως 10:1.
Τι πρέπει να κάνουμε;
Είναι επιτακτική ανάγκη να χαρτογραφήσουμε την ρύπανση από βαρέα
μέταλλα στις περιοχές της Ελλάδας όπου υπάρχουν βαρέα μέταλλα στο
έδαφος, στο νερό και στη θάλασσα. Η χαρτογράφηση αυτή είναι απαραίτητη
για να βρούμε τις εστίες ρύπανσης και τους πραγματικά ρυπαίνοντες. Μόνο
έτσι θα μπορέσουμε να ελέγξουμε την διασπορά των βαρέων μετάλλων και την
ενδεχόμενη επιμόλυνση της διατροφικής αλυσίδας. Η συσσωρευμένη
μας γνώση έχει δείξει ότι τα βαρέα μέταλλα νικέλιο και χρώμιο μπορούν να
περάσουν από το αρδευτικό νερό στα τρόφιμα σύμφωνα με την διδακτορική διατριβή του Σωτήρη Στασινού.
Με τον κ. Στασινό, μελετήσαμε τα βαρέα μέταλλα νικέλιο και χρώμιο.
Αυτά τα βαρέα μέταλλα, υπό συνθήκες, είναι ευκίνητα στοιχεία και μπορούν
να προσληφθούν και να βιοσυσσωρευτούν σε βολβούς, μέσω του νερού
άρδευσης, του χώματος, των λιπασμάτων και του κόμποστ, οδηγώντας τα φυτά
σε οξειδωτικό στρες και προκαλώντας, μετά από χρόνια κατανάλωση βολβών,
προβλήματα υγείας στους ανθρώπους.
Ο σκοπός της διδακτορικής εργασίας του κ. Στασινού ήταν να
διερευνήσει την πιθανή πρόσληψη χρωμίου και νικελίου από καρότα (Daucus
carrota L.), κρεμμύδια (Allium cepa L.) και πατάτες (Solanum tuberosum
L.) καθώς και τις πιθανές επιπτώσεις αυτών των βαρέων μετάλλων στη
δραστικότητα των αντιοξειδωτικών ενζύμων καταλάση (CAT, E.C.1.11.1.6)
και υπεροξειδάση (POX, E.C.1.11.1.7) στα κρεμμύδια και στις πατάτες.
Πραγματοποιήθηκαν πειράματα σε θερμοκήπιο, στα οποία προσομοιώθηκαν, όσο
το δυνατόν, οι συνθήκες άρδευσης που επικρατούν στις περιοχές με τη
μεγαλύτερη παραγωγή βολβών στη χώρα (Ασωπός, Μεσσαπία). Τα πειράματα
περιελάμβαναν καλλιέργεια βολβών σε δύο περιόδους, διάρκειας 4 μηνών
έκαστη, με παράλληλες γραμμές άρδευσης, κάθε μία από τις οποίες παρείχε
στα φυτά υδατικό διάλυμα διαφορετικής συγκέντρωσης Cr(VI) και Ni(II).
Συνολικά, τα διαλύματα μετάλλων που χρησιμοποιήθηκαν, στις δύο περιόδους
ήταν: 0 μg/L (control), 10 μg/L, 20 μg/L, 50μg/L, 100 μg/L, 250 μg/L,
500 μg/L και 1.000 μg/L. Για την καλλιέργεια των φυτών χρησιμοποιήθηκε
χώμα, από βιολογικά πιστοποιημένο θερμοκήπιο, το οποίο δεν είχε ρυπανθεί
στο παρελθόν με βαρέα μέταλλα.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το νερό ποτίσματος που περιέχει
Cr(VI) και Ni(II) μπορεί να προκαλέσει διασταυρούμενη επιμόλυνση
(cross-contamination) σε κρεμμύδια και πατάτες. Δεν βρέθηκαν
αντίστοιχες αποδείξεις για τα καρότα. Επίσης, βρέθηκε ότι η συγκέντρωση
Cr στις πατάτες σχετίζεται θετικά με τη συγκέντρωση Cr και Ni στο νερό
ποτίσματος. Επίσης, στα κυριότερα ευρήματα αυτής της εργασίας
περιλαμβάνεται η θετική συσχέτιση ανάμεσα: (i) στις συγκεντρώσεις Cr και
Ni στα καρότα, (ii) στις συγκεντρώσεις Cr και Ni στις πατάτες, (iii)
στη συγκέντρωση Cr και στη δραστικότητα καταλάσης στις πατάτες και (iv)
στη συγκέντρωση Ni και στη δραστικότητα υπεροξειδάσης στα φύλλα
κρεμμυδιών.
Τέλος, παρατηρήθηκε αρνητική συσχέτιση ανάμεσα στη συγκέντρωση Cr και
Ni στους κορμούς κρεμμυδιών. Παρά το γεγονός ότι δεν έχουν τεθεί όρια
για το Cr και το Ni στα λαχανικά, για λόγους προφύλαξης, συνιστάται το
νερό άρδευσης να είναι, ει δυνατόν, απαλλαγμένο από τα συγκεκριμένα
βαρέα μέταλλα, έτσι ώστε να προστατεύεται η υγεία των ευπαθών ομάδων του
πληθυσμού από ενδεχόμενο κίνδυνο.
Το ζητούμενο σήμερα είναι να αξιοποιήσουμε την σοφία του
παρελθόντος και να προλάβουμε την επέκταση της ρύπανσης πριν ζήσουμε και
άλλους «Ασωπούς»...
we hear a lot about the worldwide
epidemic of obesity and consequent ill-health effects – diabetes, heart
disease, high cholesterol and more. A “normal” weight is seen as
essential for good health and this has spawned a weight-reduction
industry.
However,
the relationship between body weight and health is complex and
experience has shown that all our intense focusing on weight loss isn’t
generally making people healthier. Some physicians are now moving from a
“weight-centric” model to one that prescribes healthier behaviours
regardless of whether such behaviours reduce body weight. This approach
is reviewed by Virginia Sole-Smith in Scientific American (July 2020).
Let
me emphasise that I write this article as background information for
your general consideration. Anyone concerned about body weight should
discuss the matter with their physician before deciding what action to
take.